έχερη

έχερη
και όχερη, η
το μέρος τού αρότρου που κρατά ο γεωργός για να κατευθύνει το ζευγάρι, η εχέτλη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + χέρι (< χέρι-ον, υποκορ. τού αρχ. χειρ, χειρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλετρόχερη — η λαβή αρότρου, αλετροκράτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αλέτρι + έχερη «η λαβή τού αρότρου»] …   Dictionary of Greek

  • όχερη — η βλ. έχερη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”